- ξιφιδίοις
- ξιφίδιονdaggerneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκεντώ — έω, Α [κεντῶ] 1. τρυπώ αποκάτω 2. τρυπώ ελαφρά («οἱ στρατιῶται ξιφιδίοις αὐτὸν ὑπὸ τὸ γένειον ὑπεκέντουν», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek